καταριθμῶ

καταριθμῶ
καταριθμέω
count
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
καταριθμέω
count
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
καταριθμέω
count
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
καταριθμέω
count
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταριθμώ — (AM καταριθμῶ, έω) αριθμώ με ακρίβεια, μετρώ ένα προς ένα, απαριθμώ νεοελλ. καταγράφω σε κατάλογο|| αρχ. 1. κατατάσσω με άλλους, συγκαταλέγω «καταρίθμηται Τρῳάδων ἄλλων μέτα», Ευρ.) 2. διηγούμαι λεπτομερώς 3. κάνω λογαριασμό 4. μέσ. καταριθμοῡμαι …   Dictionary of Greek

  • αριθμώ — (AM ἀριθμῶ, έω) απαριθμώ, μετρώ, υπολογίζω νεοελλ. 1. καθορίζω, χαρακτηρίζω κάτι με αριθμό 2. (για ομάδα ή σύνολο) περιλαμβάνω 3. υπολογίζω κατά προσέγγιση αρχ. 1. υπολογίζω τα χρέη μου, πληρώνω 2. θεωρώ, νομίζω 3. παθ. συγκαταλέγομαι,… …   Dictionary of Greek

  • κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …   Dictionary of Greek

  • καταρίθμηση — η (Α καταρίθμησις) [καταριθμώ] η ακριβής αρίθμηση, η απαρίθμηση αρχ. ο υπολογισμός …   Dictionary of Greek

  • προκαταριθμώ — έω, Α 1. απαριθμώ εκ τών προτέρων 2. διηγούμαι, εκθέτω παραπάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταριθμῶ «αριθμώ με ακρίβεια, διηγούμαι λεπτομερώς»] …   Dictionary of Greek

  • προσκαταριθμώ — έω, Α [καταριθμῶ] συγκαταριθμῶ, συγκαταλέγω επιπροσθέτως («τὴν ἀνθύπατον ἀρχήν... προσκατηρίθμησεν ταῑς ὑπατείαις», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • συγκαταριθμώ — συγκαταριθμῶ, έω, ΝΜΑ [καταριθμῶ] συμπεριλαμβάνω στους αριθμούς, συγκαταλέγω αρχ. μέσ. συγκαταριθμοῡμαι, έομαι (με ενεργ. σημ.) υπολογίζω μαζί, συνυπολογίζω …   Dictionary of Greek

  • συνεξαριθμώ — έω, Α συγκαταριθμώ, συμπεριλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαριθμῶ «καταριθμώ, λογαριάζω»] …   Dictionary of Greek

  • υπαριθμώ — έω, Α [ἀριθμῶ] καταριθμώ, καταγράφω σε μια τάξη ή μεταξύ άλλων …   Dictionary of Greek

  • ՎԱՐԿ — (ի, իւ, ից կամ աց.) NBH 2 0795 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 9c, 10c, 13c գ. բայիւ. τίμησις, κρίσις aestimatio, judicium ψῆφος calculus, sententia. բայիւ καταρίθμω enumero. (լծ. հյ. Փառք, Յարգ. եւ թ. ֆարգ. եւ վէրկի ). Համարումն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”