καταριθμώ — (AM καταριθμῶ, έω) αριθμώ με ακρίβεια, μετρώ ένα προς ένα, απαριθμώ νεοελλ. καταγράφω σε κατάλογο|| αρχ. 1. κατατάσσω με άλλους, συγκαταλέγω «καταρίθμηται Τρῳάδων ἄλλων μέτα», Ευρ.) 2. διηγούμαι λεπτομερώς 3. κάνω λογαριασμό 4. μέσ. καταριθμοῡμαι … Dictionary of Greek
αριθμώ — (AM ἀριθμῶ, έω) απαριθμώ, μετρώ, υπολογίζω νεοελλ. 1. καθορίζω, χαρακτηρίζω κάτι με αριθμό 2. (για ομάδα ή σύνολο) περιλαμβάνω 3. υπολογίζω κατά προσέγγιση αρχ. 1. υπολογίζω τα χρέη μου, πληρώνω 2. θεωρώ, νομίζω 3. παθ. συγκαταλέγομαι,… … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
καταρίθμηση — η (Α καταρίθμησις) [καταριθμώ] η ακριβής αρίθμηση, η απαρίθμηση αρχ. ο υπολογισμός … Dictionary of Greek
προκαταριθμώ — έω, Α 1. απαριθμώ εκ τών προτέρων 2. διηγούμαι, εκθέτω παραπάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταριθμῶ «αριθμώ με ακρίβεια, διηγούμαι λεπτομερώς»] … Dictionary of Greek
προσκαταριθμώ — έω, Α [καταριθμῶ] συγκαταριθμῶ, συγκαταλέγω επιπροσθέτως («τὴν ἀνθύπατον ἀρχήν... προσκατηρίθμησεν ταῑς ὑπατείαις», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
συγκαταριθμώ — συγκαταριθμῶ, έω, ΝΜΑ [καταριθμῶ] συμπεριλαμβάνω στους αριθμούς, συγκαταλέγω αρχ. μέσ. συγκαταριθμοῡμαι, έομαι (με ενεργ. σημ.) υπολογίζω μαζί, συνυπολογίζω … Dictionary of Greek
συνεξαριθμώ — έω, Α συγκαταριθμώ, συμπεριλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαριθμῶ «καταριθμώ, λογαριάζω»] … Dictionary of Greek
υπαριθμώ — έω, Α [ἀριθμῶ] καταριθμώ, καταγράφω σε μια τάξη ή μεταξύ άλλων … Dictionary of Greek
ՎԱՐԿ — (ի, իւ, ից կամ աց.) NBH 2 0795 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 9c, 10c, 13c գ. բայիւ. τίμησις, κρίσις aestimatio, judicium ψῆφος calculus, sententia. բայիւ καταρίθμω enumero. (լծ. հյ. Փառք, Յարգ. եւ թ. ֆարգ. եւ վէրկի ). Համարումն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)